- καννεύσᾶς
- καννεύσᾶς: see κατανεύω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καννεύσας — καννεύσᾱς , κατανέω heap pres part act fem acc pl (epic doric ionic) καννεύσᾱς , κατανέω heap pres part act fem gen sg (doric) καννεύσᾱς , κατανεύω nod assent aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)